Βασικές πληροφορίες για το (ισχύον σήμερα) κοινοτικό καθεστώς του βάμβακος Α) Οι «ελλειμματικές πληρωμές» Βασικό στοιχείο του εφαρμοζόμενου (για τελευταία χρονιά) κοινοτικού καθεστώτος στο βαμβάκι είναι ότι στηρίζεται στο σύστημα των «ελλειμματικών πληρωμών», δηλαδή κάθε φορά που ψηφίζεται ένας νέος κανονισμός καθορίζονται και οι εγγυημένες τιμές (στόχου και ελάχιστη) που πρέπει να εξασφαλίζονται στον Ευρωπαίο βαμβακοπαραγωγό, ανεξάρτητα από τη διεθνή τιμή του βαμβακιού. Έτσι και μ' αυτό τον τρόπο, είτε είναι υψηλή είτε χαμηλή η διεθνής τιμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) συμπληρώνει, κάθε φορά, όσα χρήματα χρειάζονται, για να πληρωθεί ο βαμβακοπαραγωγός τις εγγυημένες θεσμικές τιμές. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε δύο από τις τελευταίες χρονιές, που ενώ η διεθνής τιμή του σύσπορου βαμβακιού κυμάνθηκε σε «ακραία» όρια (80-150 δρχ./κιλό) η Ε.Ε. συμπλήρωσε όσα χρήματα χρειαζόταν για να πάρει ο Έλληνας βαμβακοπαραγωγός, την προσωρινή ελάχιστη τιμή, που ήταν και για τις δύο χρονιές γύρω στις 190 δρχ./κιλό. Έτσι π.χ. την εμπορική περίοδο 2000/01, που η διεθνής τιμή ήταν κοντά στις 150 δρχ./κιλό (περίπου), η Ε.Ε. συμπλήρωνε μόνο 80 δρχ./κιλό (περίπου) για να πάρει ο παραγωγός τις 230 δρχ./κιλό (περίπου) και την εμπορική περίοδο 2001-02, που η διεθνής τιμή ήταν κοντά στις 80 δρχ./κιλό (περίπου), η Ε.Ε. συμπλήρωνε μόνο 140-150 δρχ./κιλό (περίπου) για να πάρει ο παραγωγός τις 220-230 δρχ./κιλό (περίπου). Οι θεσμικές «εγγυημένες τιμές» που ισχύουν από το 1995 (και δεν άλλαξαν με τον κανονισμό του 2001), είναι οι εξής: Τιμή Στόχου: Είναι η τιμή που πρέπει να πάρει ο μεταποιητής βάμβακος (ο εκκοκκιστής) και ισούται με 106,3 ΕΥΡΩ/100 κιλά σύσπορου βάμβακος (ή 362,2 δρχ./κιλό) και Ελάχιστη Τιμή: Είναι η τιμή που πρέπει να πάρει ο βαμβακοπαραγωγός και ισούται με 100,99 ΕΥΡΩ/100 κιλά σύσπορου βάμβακος (ή 344,1 δρχ./κιλό). Οι παραπάνω θεσμικές τιμές ισχύουν για μία συγκεκριμένη ποιότητα βαμβακιού (τον ποιοτικό τύπο, όπως λέγεται) και όταν η ποιότητα είναι καλύτερη ή χειρότερη, αυξάνονται ή μειώνονται αντίστοιχα. Σε γενικές γραμμές, με το ισχύον σύστημα, τα στεγνά προβροχικά βαμβάκια έχουν τέτοια ποιοτικά χαρακτηριστικά, που οι τιμές τους αυξάνονται κατά 30 δρχ./κιλό (περίπου). Τιμή Στόχου είναι η τιμή που θέλει (που στοχεύει...) η Ε.Ε. να πάρει ο βαμβακοπαραγωγός, όταν συμπληρώνει την εμπορική τιμή με επιδότηση και Ελάχιστη Τιμή είναι η τιμή κάτω από την οποία απαγορεύεται να πληρωθεί ο βαμβακοπαραγωγός (λειτουργώντας ως ασφαλιστική δικλείδα) Β) Εγγυημένη Ποσότητα (πλαφόν) & Συνυπευθυνότητα Οι παραπάνω αναφερόμενες τιμές δεν ισχύουν για απεριόριστες ποσότητες. Ισχύουν για την Εγγυημένη Ποσότητα (πλαφόν), που είναι: ΧΩΡΑ | «Μικρό» πλαφόν (σε τόνους) | «Μεγάλο» πλαφόν (σε τόνους) | ΕΛΛΑΔΑ | 782.000 | 850.000 | ΙΣΠΑΝΙΑ | 249.000 | 270.000 | Σ Υ Ν Ο Λ Ο | 1.031.000 | 1.120.000 |
Το «μεγάλο» πλαφόν ισχύει όταν η μέση σταθμική Διεθνής τιμή του σύσπορου βαμβακιού, για όλη την εκκοκκιστική περίοδο, είναι μεγαλύτερη από 30,2 ΕΥΡΩ/100 κιλά σύσπορου βαμβακιού, δηλαδή μεγαλύτερη από 102,9 δρχ./κιλό (φέτος κυμάνθηκε γύρω στις 70 δρχ./κιλό). Τότε, και μόνο σ' συτή την περίπτωση, η ενίσχυση κατά κιλό (η επιδότηση) που χρειάζεται να συμπληρώσει κατά κιλό η Ε.Ε. είναι μικρή, επαρκούν τα χρήματα να επιδοτήσουν περισσότερα κιλά και τίθεται, έτσι, σε ισχύ το «μεγάλο» πλαφόν. Αυτή όμως η «συγκυρία» είναι πολύ σπάνια και από το 1995 που ισχύει αυτό, μόνο μία χρονιά (την εκκοκκιστική περίοδο 2000-01) ίσχυσε το «μεγάλο» πλαφόν. Ας δούμε όμως τι γίνεται όταν η βαμβακοπαραγωγή είναι πολύ μεγαλύτερη, όπως όλα τα τελευταία χρόνια και ξεπεράσει το πλαφόν των 782.000 τόνων (για την Ελλάδα): Εάν η Εθνική μας βαμβακοπαραγωγή ξεπεράσει τους 782.000 τόνους επιβάλλεται τότε το πρόστιμο συνυπευθυνότητας. Η ποινή αυτή (το "πρόστιμο" της συνυπευθυνότητας) είναι ίση με το 50% της υπέρβασης της παραγωγής και λογαριάζεται στην Τιμή Στόχου. Παράδειγμα: Έστω η τελική βαμβακοπαραγωγή της χώρας μας (το προσαρμοσμένο βάρος), είναι 1.032.000 τόνοι, τότε η υπέρβαση είναι 250.000 τόνοι (1.032.000-782.000) ή ποσοστό 31,96% (250.000/782.000). Τότε, όπως προαναφέραμε, η συνυπευθυνότητα θα είναι το μισό (½) του ποσοστού υπέρβασης, δηλαδή 15,98% (31,96/2) και υπολογιζόμενη επί της Τιμής Στόχου θα είναι ίση με 57,87 δρχ./κιλό (362,2 Χ 15,98%) μειώνοντας ισόποσα τις θεσμικές τιμές: Τιμή Στόχου: 362,2-57,87=304,33 δρχ./κιλό και Ελάχιστη Τιμή: 344,1-57,87=286,23 δρχ./κιλό. Με τον προηγούμενο κανονισμό (που ίσχυσε από το 1995 μέχρι το 2000) η συνυπευθυνότητα ήταν το 50% του ποσοστού υπέρβασης, όσο μεγάλη κι αν ήταν η παραγωγή σύσπορου βάμβακος (ΠΙΝΑΚΑΣ 2). Με το νέο όμως κανονισμό (που ψηφίστηκε στις 24/4/2001, επί Υπουργίας Γ. Ανωμερίτη) η συνυπευθυνότητα υπολογίζεται όπως και στον παλιό κανονισμό (50% του ποσοστού υπέρβασης), μόνο όταν η τελική Ελληνική βαμβακοπαραγωγή δεν ξεπεράσει τους 1.137.750 τόνους. Αν ξεπεραστεί αυτό το όριο των 1.137.750 τόνων (κάτι που συμβαίνει σήμερα) αυτό το ποσοστό συνυπευθυνότητας αυξάνεται 2% για κάθε 15.170 τόνους πάνω από τους 1.137.750 τόνους και γίνεται 52%, 54%.....64%, 68%...82%, 84% και 100% κοντά στους 1.500.000 τόνους, σημείο που μηδενίζει την ελάχιστη τιμή! Στον ΠΙΝΑΚΑ 1 που ακολουθεί δίνουμε τη διαμόρφωση της ελάχιστης τιμής, την εκτίμηση της τελικής τιμής και τις απώλειες εισοδήματος των βαμβακοπαραγωγών σε σχέση με τον παλιό και το νέο κανονισμό, για διάφορα επίπεδα βαμβακοπαραγωγής... ΠΙΝΑΚΑΣ 1 ΝΕΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (2001-2005) | (α) | (β) | (γ) | (δ) | (ε) | Ποσότητα παραδοθείσα από τους παραγωγούς σε τόνους | "Προσαρμοσμένη" ποσότητα που θα τύχει Κοινοτικής Ενίσχυσης σε τόνους | Συντ. Συν/τας | Ελάχιστη Τιμή Παραγωγού σε δρχ/κιλό | Εκτίμηση τιμής παραγωγού σε δρχ/κιλό | 1.100.000 | 1.133.000 | 0,50 | 262,8 | 298 | 1.125.000 | 1.158.750 | 0,54 | 249,9 | 285 | 1.146.787 | 1.181.191 | 0,56 | 240,6 | 276 | 1.160.000 | 1.194.800 | 0,58 | 233,2 | 268 | 1.200.000 | 1.236.000 | 0,64 | 209,5 | 245 | 1.250.000 | 1.287.500 | 0,70 | 180,2 | 215 | 1.275.000 | 1.313.250 | 0,74 | 162,0 | 197 | 1.300.000 | 1.339.000 | 0,78 | 142,9 | 178 | 1.315.000 | 1.354.450 | 0,80 | 132,0 | 167 | 1.343.819 | 1.384.134 | 0,84 | 109,8 | 145 |
ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (μέχρι 2000) | (στ) | (ζ) | (η) | (θ) | (ι) | Συντ. Συν/τας | Ελάχιστη Τιμή Παραγωγού σε δρχ/κιλό | Εκτίμηση τιμής παραγωγού σε δρχ/κιλό | ΔΙΑΦΟΡΑ ΝΕΟΥ-ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ σε δρχ/κιλό | ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ (σε δισ. δρχ) | 0,50 | 262,8 | 298 | 0 | 0,0 | 0,50 | 256,9 | 292 | -7 | -7,9 | 0,50 | 251,7 | 287 | -11 | -12,7 | 0,50 | 248,5 | 284 | -15 | -17,7 | 0,50 | 239,0 | 274 | -29 | -35,3 | 0,50 | 227,1 | 262 | -47 | -58,5 | 0,50 | 221,1 | 256 | -59 | -75,3 | 0,50 | 215,1 | 250 | -72 | -93,9 | 0,50 | 211,5 | 247 | -80 | -104,6 | 0,50 | 204,7 | 240 | -95 | -127,4 |
Σημείωση 1) Στις στήλες (ε) και (η) έχουν προστεθεί 35 δρχ./κιλό ως "bonus" ποιοτικών χαρακτηριστικών βαμβακιού. 2) H "προσαρμοσμένη" ποσότητα που θα τύχει κοινοτικής ενίσχυσης προσαυξάνει την παραδοθείσα ποσότητα κατά 3,125%. ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΥΣΠΟΡΟΥ ΒΑΜΒΑΚΟΣ (σε τόνους) | ΝΕΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ(2001-2005) | ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ(μέχρι 2000) | Από | έως | Συντελεστής Συνυπευθυνότητας | 0 | 782.000 | 0,00 | 0,00 | 782.001 | 1.138.000 | 0,50 | 0,50 | 1.138.001 | 1.153.170 | 0,52 | 0,50 | 1.153.171 | 1.168.340 | 0,54 | 0,50 | 1.168.341 | 1.183.510 | 0,56 | 0,50 | 1.183.511 | 1.198.680 | 0,58 | 0,50 | 1.198.681 | 1.213.850 | 0,60 | 0,50 | 1.213.851 | 1.229.020 | 0,62 | 0,50 | 1.229.021 | 1.244.190 | 0,64 | 0,50 | 1.244.191 | 1.259.360 | 0,66 | 0,50 | 1.259.361 | 1.274.530 | 0,68 | 0,50 | 1.274.531 | 1.289.700 | 0,70 | 0,50 | 1.289.701 | 1.304.870 | 0,72 | 0,50 | 1.304.871 | 1.320.040 | 0,74 | 0,50 | 1.320.041 | 1.335.210 | 0,76 | 0,50 | 1.335.211 | 1.350.380 | 0,78 | 0,50 | 1.350.381 | 1.365.550 | 0,80 | 0,50 | 1.365.551 | 1.380.720 | 0,82 | 0,50 | 1.380.721 | 1.395.890 | 0,84 | 0,50 | 1.395.891 | 1.411.060 | 0,86 | 0,50 | 1.411.061 | 1.426.230 | 0,88 | 0,50 | 1.426.231 | 1.441.400 | 0,90 | 0,50 | 1.441.401 | 1.456.570 | 0,92 | 0,50 | 1.456.571 | 1.471.740 | 0,94 | 0,50 | 1.471.741 | 1.486.910 | 0,96 | 0,50 | 1.486.911 | 1.502.080 | 0,98 | 0,50 | 1.502.081+ | 1,00 | 0,50 |
Γ) Προσωρινή και τελική συνυπευθυνότητα Ας δούμε τώρα πως γίνονται οι «λογαριασμοί» και καθορίζονται, προσωρινά, οι θεσμικές τιμές (στόχου και ελάχιστη) στην αρχή της εκκοκκιστικής περιόδου, που δεν ξέρουμε την τελική βαμβακοπαραγωγή (αυτή προκύπτει στο τέλος της εκκοκκιστικής περιόδους στις 31 Μαρτίου). Στα μέσα Αυγούστου, η Ελλάδα (αλλά και η Ισπανία) δίνει μια πρόβλεψη παραγωγής στην Ε.Ε. και πάνω σ΄ αυτή την πρόβλεψη η Ε.Ε. προσθέτει (για να μας «έχει στο χέρι»), ένα 15%. Στην παραγωγή που προκύπτει μ' αυτό τον τρόπο, γίνονται οι λογαριασμοί (όπως εξηγήσαμε παραπάνω) και καθορίζονται η προσωρινή συνυπευθυνότητα και οι προσωρινές θεσμικές τιμές με τις οποίες ξεκινά η κάθε εκκοκκιστική περίοδος. Π.χ. Για την εκκοκκιστική περίοδο 2001-02 η Ελλάδα έδωσε πρόβλεψη παραγωγής τον Αύγουστο του 2001 1.095.840 τόνους και σ' αυτή η Ε.Ε. πρόσθεσε το 15% (δηλαδή 1.095.000 + 15% = 1.260.000 τόνους) και πάνω σ' αυτή την ποσότητα των 1.260.000 τόνων βγήκε η προσωρινή ελάχιστη τιμή των 193,5 δρχ./κιλό που εισέπραξαν οι βαμβακοπαραγωγοί. Στα μέσα Νοεμβρίου, που η συγκομιδή και η παράδοση στα εκκοκκιστήρια έχει προχωρήσει και το κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. μπορεί να κάνει μια πιο ασφαλή εκτίμηση της τελικής βαμβακοπαραγωγής, η Ελλάδα (και η Ισπανία) ξαναδίνει μια νέα πρόβλεψη παραγωγής στην Ε.Ε. Σ' αυτή τη νέα πρόβλεψη (εάν τη δεχτεί...) η Ε.Ε. προσθέτει (για να μας «έχει ακόμη στο χέρι»), μία προσαύξηση 7,5% (το λιγότερο) υπολογίζοντας έτσι τη νέα προσωρινή συνυπευθυνότητα και τις νέες προσωρινές θεσμικές τιμές, οι οποίες ισχύουν από τις 16 Δεκεμβρίου κάθε χρονιάς. Οι νέες αυτές τιμές είναι, σχεδόν πάντα, μεγαλύτερες των αρχικών και μ' αυτό το μηχανισμό προκύπτει η πρώτη δόση επιστροφής συνυπευθυνότητας που παίρνουν οι βαμβακοπαραγωγοί της Ε.Ε. (Ελλάδας και Ισπανίας) για το βαμβάκι τους που παρέδωσαν μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου. (Για δε το βαμβάκι που προσκομίζεται στα εκκοκκιστήρια από τις 16 Δεκεμβρίου, πρέπει η αύξηση της ενίσχυσης να μπαίνει στη νέα ελάχιστη τιμή). Όταν τελειώσει η εκκοκκιστική περίοδος (31 Ιανουαρίου), γνωρίζοντας την τελική παραγωγή, γίνονται οι τελικοί λογαριασμοί επί πραγματικών δεδομένων. Τότε προκύπτει η τελική συνυπευθυνότητα και η επιστροφή της διαφοράς (εφόσον υπάρχει), που παίρνουν οι βαμβακοπαραγωγοί. Δ) «Προσαρμοσμένο» βάρος Τι είναι τελικά αυτό το περιβόητο «προσαρμοσμένο» βάρος της τελικής βαμβακοπαραγωγής; Όταν τελειώσει η εκκοκκιστική περίοδος, η συνολική βαμβακοπαραγωγή που θα θεωρηθεί σαν τελική - και πάνω στην οποία θα γίνουν οι λογαριασμοί - δεν είναι η παραγωγή που ζυγίστηκε στις πλάστιγγες των εκκοκκιστηρίων και δεν είναι η παραγωγή που παρέδωσαν οι βαμβακοπαραγωγοί, αλλά αυτή η ζυγισμένη ποσότητα προσαρμόζεται (αυξάνεται ή μειώνεται), ανάλογα με την απόδοση των εκκοκκιστηρίων σε εκκοκκισμένο βαμβάκι και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά (υγρασία, κυτίο κ.α.). Τα τελευταία χρόνια που οι αποδόσεις σε ίνες των εκκοκκιστηρίων ξεπερνά (κατά πολύ το 33%), η ζυγισμένη παραγωγή αυξάνεται (προσαρμόζεται θετικά), κατά 3,125%. Έτσι εάν π.χ. η ζυγισμένη παραγωγή είναι 1.146.000 τόνους, με +3,125% προσαρμογή, γίνεται 1.181.813 τόνους, και αυτή η ποσότητα θεωρείται σαν τελική παραγωγή, επί της οποίας και γίνονται οι λογαριασμοί καθορισμού της τελικής συνυπευθυνότητας και των τελικών θεσμικών τιμών. Ε) Μετακαθορισμός και προκαθορισμός της κοινοτικής ενίσχυσης Πολλές φορές ακούμε να γίνεται λόγος (από ειδικούς αλλά και άσχετους) για τη σημασία του προκαθορισμού (αλλά και του μετακαθορισμού) στις τιμές που δίνουν τα εκκοκκιστήρια στους βαμβακοπαραγωγούς αλλά και στο πως η σωστή χρήση του προκαθορισμού (αλλά και του μετακαθορισμού) μπορεί να αποτελέσει συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τους (έναντι των ανταγωνιστικών εκκοκκιστικών επιχειρήσεων) στη μεταξύ των «μάχη των τιμών». Τι είναι τελικά προκαθορισμός ή μετακαθορισμός της ενίσχυσης (επιδότησης);, Αναφέραμε, προηγουμένως, ότι η Ε.Ε. συμπληρώνει κάθε φορά όσα χρήματα χρειάζονται πάνω στη διεθνή τιμή του συσπόρου, ούτως ώστε ο Ευρωπαίος βαμβακοπαραγωγός να πάρει την τιμή στόχου. Επειδή όμως το βαμβάκι είναι χρηματιστηριακό προϊόν, η τιμή του δεν είναι σταθερή, αλλά συνεχώς αυξομειώνεται. Ανάλογα σε αυτή τη διακύμανση της τιμής (την αυξομείωση) η Ε.Ε καθορίζει, κάθε 10 μέρες (περίπου), την ενίσχυση (επιδότηση) που πρέπει να καταβάλει στον βαμβακοπαραγωγό (μέσω των εκκοκκιστών). Με τον μετακαθορισμό ο κοινοτικός κανονισμός δίνει τη δυνατότητα στο κάθε εκκοκκιστήριο να αγοράζει βαμβάκι όχι με την ενίσχυση που ισχύει τη μέρα της αγοράς (δηλαδή τη μέρα που μπαίνει το βαμβάκι στο εκκοκκιστήριο) αλλά μπορεί το εκκοκκιστήριο να επιλέξει τη μέρα που θα ζητήσει να «κλείσει» την ενίσχυση. Έτσι εάν το εκκοκκιστήριο έχει πληροφορίες και εκτιμήσεις ότι η ενίσχυση θα ανεβεί, αγοράζει βαμβάκι χωρίς να «κλείνει» την ενίσχυση (επιδότηση) και την «κλείνει» τη μέρα που αυτό θεωρεί ότι έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο της. Το 2001, στον Κοινοτικό κανονισμό προστέθηκε και η δυνατότητα προκαθορισμού της ενίσχυσης, που υπήρχε παλαιότερα και καταργήθηκε (προσωρινά) επειδή «στρέβλωνε» την αγορά . Με τον προκαθορισμό ο κοινοτικός κανονισμός δίνει τη δυνατότητα στο κάθε εκκοκκιστήριο, σε μία περίοδο που εκτιμά ότι η ενίσχυση είναι ψηλά (και αργότερα θα πέσει), να «κλείσει» (δηλαδή να «καπαρώσει») με αυτή την ψηλή τιμή ενίσχυσης, ποσότητες βαμβακιού που ακόμη δεν έχει αγοράσει και θα αγοράσει στο μέλλον. Έτσι το εκκοκκιστήριο αυτό, εάν «πέσει» η ενίσχυση στο μέλλον, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση (αφού λαμβάνει 10-15 δρχ./κιλό μεγαλύτερη ενίσχυση) από έναν ανταγωνιστή του που δεν τόλμησε να ρισκάρει και θα πάρει την μειωμένη τότε ενίσχυση. Παράδειγμα: Έστω δηλαδή στην αρχή της εκκοκκιστικής περιόδου η ενίσχυση είναι 135 δρχ./κιλό και ανεβαίνοντας 2-3 δραχμές ανά 10ήμερο φτάνει στα τέλη Οκτωβρίου στις 150 δρχ./κιλό και μετά αρχίζει να πέφτει προς τις 130 δρχ./κιλό. Με βάση τα παραπάνω, μπορεί ένα εκκοκκιστήριο να αγοράζει από τα μέσα Σεπτεμβρίου, αλλά να μην «κλείνει» την ενίσχυση και να την «κλείσει», αν προβλέψει σωστά, στα τέλη Οκτωβρίου για να πάρει την υψηλότερη τιμή. Τότε στα τέλη Οκτωβρίου μπορεί, πάλι εάν προβλέψει σωστά, να «κλείσει» 4 ή 8 ή 40 εκατομμύρια κιλά μ' αυτή την ψηλή τιμή ενίσχυσης και να τα αγοράσει στη συνέχεια, ενώ η ενίσχυση θα έχει «πέσει», «τσακίζοντας» τους ανταγωνιστές του και «παλαβώνοντας» τους βαμβακοπαραγωγούς που βλέπουν εκκοκκιστήρια να ανεβάζουν τις τιμές όταν όλοι περιμένουν να πέσουν...και τις ρίχνουν όταν οι βαμβακοπαραγωγοί περιμένουν αυτές να «απογειωθούν»...
|